- αφιδρωτικός
- η , όν потогонный;
αφιδρωτικόν σύστημα — потогонная система
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφιδρωτικόν σύστημα — потогонная система
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφιδρωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εφίδρωση … Dictionary of Greek